ἐπαμφοτερίζοντος

ἐπαμφοτερίζοντος
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act masc/neut gen sg
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδρίδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων στις οποίες ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου είναι ενωμένα με ένα άτομο μεταλλικού ή επαμφοτερίζοντος χημικού στοιχείου (α. «υδρίδιο ιοντικής κατασκευής» β. «υδρίδιο μεταλλικής κατασκευής»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”